αβάνης
Смотреть что такое "αβάνης" в других словарях:
αβάνης — ο [αβανιά] 1. συκοφάντης, διαβολέας, κακολόγος 2. άδικος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek